- λιποστράτιον
- λιποστράτιον, τὸ (Α)βλ. λιποστράτιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιποστράτιον — desertion from the army neut nom/voc/acc sg λιποστρατέω desert imperf ind act 3rd pl (doric) λιποστρατέω desert imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστρατίου — λιποστράτιον desertion from the army neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστράτιος — α, ο (Α λιποστράτιος, ία, ον) [λιπόστρατος] το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία η εγκατάλειψη τού στρατού, η λιποταξία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον η λιποστρατία, η λιποταξία 2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» αγωγή και δίκη… … Dictionary of Greek